- συμπροσκυνητής
- ο, ΝΜΑ [συμπροσκυνῶ]προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφοιτητής — ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [συμφοιτῶ] νεοελλ. φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συμμαθητής 2. (ειδικά) συμπροσκυνητής* στον ναό τού Ασκληπιού … Dictionary of Greek